星期六

Ο Κουζουλός

όφου κι από μιτσό μιτσό
στο επώνυμο είχα -ακη
κρι κρι για κατοικίδιο
αντί για χελωνάκι

στο μπιμπερό είχα τσικουδιά
χοχλιούς είχα για κρέμα
γεράνι είχα στις φλέβες μου
αντί να έχω αίμα

νανούρισμα ήτανε ορέ
για μένα ο πεντοζάλης
και δίπλα μου ήτανε κοντός
ακόμα και ο Γκάλης

μία μαχαίρα κρητική
είχα για κουδουνίστρα
εγώ ήμουν ο Αγαμέμνωνας
κι αυτή η Κλυταιμνήστρα

πρώτη φορά που μίλησα
έιπα μια μαντινάδα
και όταν επερπάτησα
εσίστηκε η Ελλάδα

τσι μπαλωθιές μου άκουγε
όλος ο Ψηλορείτης
κι όλοι τους με φωνάζανε
τον κουζουλό τσι Κρήτης